ῥιζοφάγα

ῥιζοφάγα
ῥιζοφάγος
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ριζοφάγος — ο / ῥιζοφάγος, ον, ΝΜΑ αυτός που τρώει ρίζες νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ριζοφάγος ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων που ζουν μέσα σε στοές στον φλοιό τών δέντρων 2. (το ουδ. στον πληθ.) τα ριζοφάγα ζωολ. τα ζώα που τρέφονται με φυτικές ρίζες αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”